αντροχωρίστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντροχωρίστρα θηλυκό
- η γυναίκα που μπαίνει στη μέση ως τρίτο πρόσωπο και γίνεται αιτία να χωρίσει ένα ζευγάρι, που χωρίζει τον άνδρα από τη γυναίκα ή που χωρίζει στα δύο το ζευγάρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντροχωρίστρα
|