αντρών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντρών ουδέτερο άκλιτο
- η τουαλέτα, σε δημόσιο χώρο, που χαρακτηρίζεται ως αντρική
- τώρα πια πρέπει να πηγαίνεις μόνο στο αντρών
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντρών
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αντρών αρσενικό
- άντρας στη γενική του πληθυντικού