ανυμνητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανυμνητικός η ανυμνητική το ανυμνητικό
      γενική του ανυμνητικού της ανυμνητικής του ανυμνητικού
    αιτιατική τον ανυμνητικό την ανυμνητική το ανυμνητικό
     κλητική ανυμνητικέ ανυμνητική ανυμνητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανυμνητικοί οι ανυμνητικές τα ανυμνητικά
      γενική των ανυμνητικών των ανυμνητικών των ανυμνητικών
    αιτιατική τους ανυμνητικούς τις ανυμνητικές τα ανυμνητικά
     κλητική ανυμνητικοί ανυμνητικές ανυμνητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανυμνητικός < ανυμνώ + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ανυμνητικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]