Μετάβαση στο περιεχόμενο

ανυπακοή

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανυπακοή οι ανυπακοές
      γενική της ανυπακοής των ανυπακοών
    αιτιατική την ανυπακοή τις ανυπακοές
     κλητική ανυπακοή ανυπακοές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανυπακοή < αν- στερητικό + υπακοή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανυπακοή θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]