ανυπότακτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανυπότακτος < (ελληνιστική κοινή) ἀνυπότακτος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανυπότακτος, -η, -ο
- που δεν υποτάσσεται
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανυπότακτος αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) αυτός που δεν παρουσιάστηκε να καταταχτεί στο στρατό ως νεοσύλλεκτος, ενώ τον είχαν καλέσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουσιαστικό