ανυψωτικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανυψωτικώς < ανυψωτικός + -ώς

Επίρρημα[επεξεργασία]

ανυψωτικώς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]