ανωριμότητα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανωριμότητα θηλυκό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανωριμότητα
ανωριμότητα θηλυκό