ανωφελής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανωφελής | η | ανωφελής | το | ανωφελές |
γενική | του | ανωφελούς* | της | ανωφελούς | του | ανωφελούς |
αιτιατική | τον | ανωφελή | την | ανωφελή | το | ανωφελές |
κλητική | ανωφελή(ς) | ανωφελής | ανωφελές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανωφελείς | οι | ανωφελείς | τα | ανωφελή |
γενική | των | ανωφελών | των | ανωφελών | των | ανωφελών |
αιτιατική | τους | ανωφελείς | τις | ανωφελείς | τα | ανωφελή |
κλητική | ανωφελείς | ανωφελείς | ανωφελή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανωφελής < αρχαία ελληνική ἀνωφελής ((έντομο): < νεολατινική anopheles < αρχαία ελληνική ἀνωφελής)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.no.feˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νω‐φε‐λής
Επίθετο[επεξεργασία]
ανωφελής, -ής, -ές
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανωφελής
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Έντομα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)