ανωφελής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανωφελής < αρχαία ελληνική ἀνωφελής ((εντομολογία): < νεολατινική anopheles < αρχαία ελληνική ἀνωφελής)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.nɔ.fɛˈlis/
- συλλαβισμός : α‐νω‐φε‐λής
Επίθετο[επεξεργασία]
ανωφελής, -ής, -ές
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- (εντομολογία) κώνωψ ο ανωφελής: το κουνούπι που μεταδίδει την ελονοσία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανωφελής
|