ανόργανα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανόργανα < από το ουδέτερο του επιθέτου ανόργανος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανόργανα
- Χωρίς τη χρήση οργάνων ή εργαλείων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανόργανα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ανόργανα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανόργανος