ανύμφευτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνύμφευτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανύμφευτος η ανύμφευτη το ανύμφευτο
      γενική του ανύμφευτου της ανύμφευτης του ανύμφευτου
    αιτιατική τον ανύμφευτο την ανύμφευτη το ανύμφευτο
     κλητική ανύμφευτε ανύμφευτη ανύμφευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανύμφευτοι οι ανύμφευτες τα ανύμφευτα
      γενική των ανύμφευτων των ανύμφευτων των ανύμφευτων
    αιτιατική τους ανύμφευτους τις ανύμφευτες τα ανύμφευτα
     κλητική ανύμφευτοι ανύμφευτες ανύμφευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανύμφευτος < αρχαία ελληνική ἀνύμφευτος

Επίθετο[επεξεργασία]

ανύμφευτος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη νύφη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]