ανώρευμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανώρευμα < άνω + ρεύμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική upwash)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανώρευμα ουδέτερο
ανώρευμα ουδέτερο