αξαφνιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αξαφνιά | οι | αξαφνιές |
γενική | της | αξαφνιάς | των | αξαφνιών |
αιτιατική | την | αξαφνιά | τις | αξαφνιές |
κλητική | αξαφνιά | αξαφνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αξαφνιά θηλυκό
- το ξαφνικό, απρόσμενο κακό (χρησιμοποιείται στην Πελοπόννησο)[1]
- ※ Αυτή, η αξαφνιά μεγιστοποιεί τη θλίψη των συγγενών του. (από τοπική εδημερίδα) [2]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ [1]. Προσπέλαση 2020-07-08.
- ↑ Τρίμηνη εφημεριδα το "Κακούρι", Σεπτέμβριος 2006. Προσπέλαση 2020-07-07.
- ↑ Το Καλαβρυτινό Λεξικό. Δημοσίευση 2014-06-05. Προσπέλαση 2020-07-08.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)