αξεδίψαστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξεδίψαστα < αξεδίψαστος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
αξεδίψαστα
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) χωρίς να (μπορεί να) ξεδιψάσει
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξεδίψαστα
Επίρρημα[επεξεργασία]
αξεδίψαστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αξεδίψαστος