αξεδιάλυτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξεδιάλυτα < αξεδιάλυτος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
αξεδιάλυτα
- χωρίς να μπορούμε να το ξεδιαλύνουμε, να το διαλευκάνουμε
- χωρίς να μπορούμε να τα διαχωρίσουμε
- Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Αξεδιάλυτα. Ο δημοσιογράφος Καμύ είναι απόλυτα επίκαιρος, όσο ο συγγραφέας. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιαλεύκαντα
αναπόσπαστα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αξεδιάλυτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αξεδιάλυτο