αξεδιάλυτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αξεδιάλυτα < αξεδιάλυτος +

Επίρρημα[επεξεργασία]

αξεδιάλυτα

  1. χωρίς να μπορούμε να το ξεδιαλύνουμε, να το διαλευκάνουμε
     συνώνυμα: αδιαλεύκαντα, ασαφώς
  2. χωρίς να μπορούμε να τα διαχωρίσουμε
     συνώνυμα: αδιαχώριστα, αναπόσπαστα
    • Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Αξεδιάλυτα. Ο δημοσιογράφος Καμύ είναι απόλυτα επίκαιρος, όσο ο συγγραφέας. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αξεδιάλυτα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αξεδιάλυτο