αξεθύμαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αξιοθαύμαστος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξεθύμαστος η αξεθύμαστη το αξεθύμαστο
      γενική του αξεθύμαστου της αξεθύμαστης του αξεθύμαστου
    αιτιατική τον αξεθύμαστο την αξεθύμαστη το αξεθύμαστο
     κλητική αξεθύμαστε αξεθύμαστη αξεθύμαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξεθύμαστοι οι αξεθύμαστες τα αξεθύμαστα
      γενική των αξεθύμαστων των αξεθύμαστων των αξεθύμαστων
    αιτιατική τους αξεθύμαστους τις αξεθύμαστες τα αξεθύμαστα
     κλητική αξεθύμαστοι αξεθύμαστες αξεθύμαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αξεθύμαστος < α- στερητικό + ξεθυμαίνω + -τος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.kseˈθi.ma.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ξε‐θύ‐μα‐στος

Επίθετο[επεξεργασία]

αξεθύμαστος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]