αξεκαθάριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξεκαθάριστος < α- + ξεκαθαρίζω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αξεκαθάριστος, -η, -ο
- που δεν έχει ξεκαθαριστεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αξεκαθάριστα
- → δείτε τις λέξεις ξεκαθαρίζω και καθαρός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξεκαθάριστος