αξιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αξιακός | η | αξιακή | το | αξιακό |
γενική | του | αξιακού | της | αξιακής | του | αξιακού |
αιτιατική | τον | αξιακό | την | αξιακή | το | αξιακό |
κλητική | αξιακέ | αξιακή | αξιακό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αξιακοί | οι | αξιακές | τα | αξιακά |
γενική | των | αξιακών | των | αξιακών | των | αξιακών |
αιτιατική | τους | αξιακούς | τις | αξιακές | τα | αξιακά |
κλητική | αξιακοί | αξιακές | αξιακά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αξιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αξία ή τις αξίες ή αναφέρεται σ’ αυτές
- Η παιδεία ως πρόταγμα συνιστά την κεντρική έννοια του αρχαιοελληνικού αξιακού κώδικα αλλά και το πρόγραμμα της υπερδισχιλιετούς φιλοσοφικής παράδοσης της Δύσης. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξιακός
|