αξιοκατάκριτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ακατάκριτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιοκατάκριτος η αξιοκατάκριτη το αξιοκατάκριτο
      γενική του αξιοκατάκριτου της αξιοκατάκριτης του αξιοκατάκριτου
    αιτιατική τον αξιοκατάκριτο την αξιοκατάκριτη το αξιοκατάκριτο
     κλητική αξιοκατάκριτε αξιοκατάκριτη αξιοκατάκριτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιοκατάκριτοι οι αξιοκατάκριτες τα αξιοκατάκριτα
      γενική των αξιοκατάκριτων των αξιοκατάκριτων των αξιοκατάκριτων
    αιτιατική τους αξιοκατάκριτους τις αξιοκατάκριτες τα αξιοκατάκριτα
     κλητική αξιοκατάκριτοι αξιοκατάκριτες αξιοκατάκριτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αξιοκατάκριτος < αξιο- + κατακρίνω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αξιοκατάκριτος -η -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]