αξιολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξιολογικός < αξιολογώ + -ικός (2.σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική axiologique)
Επίθετο[επεξεργασία]
αξιολογικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αξιολόγηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που έχει σχέση με την αξιολογία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξιολογικός
|