αξιολύπητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξιολύπητα < αξιολύπητος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
αξιολύπητα
- με αξιολύπητο τρόπο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αξιολύπητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αξιολύπητος