αξιομίσητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αξιομίσητος, -η, -ο
- που αξίζει να τον μισούν
- Α, η ηρωίδα μου είναι ένα υπέροχο πλάσμα! Μια τρομερά ζωντανή, αν και μοναχική γυναίκα που ακούει φωνές από αόρατα πρόσωπα και ράβει τα εκπληκτικότερα φορέματα για κούκλες. Είναι πονόψυχη μα την ίδια ώρα ικανή για έγκλημα. Τρυφερή, πονηρή, λαίμαργη, ιδεολόγος, διεστραμμένη. Και σπουδαία καλλιτέχνις επίσης, βασικό κι αυτό. Μ' άλλα λόγια, αξιαγάπητη και αξιομίσητη. Και οπωσδήποτε σπάνια, μέσα στην παράξενη ευθραυστότητά της. (*)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξιομίσητος