αξιοπερίεργος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]αξιοπερίεργος, -η, -ο
- που μας προκαλεί την περιέργεια, επειδή είναι κάπως ασυνήθιστος ή παράδοξος