αξιοπερίεργος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αξιοπερίεργος, -η, -ο
- που μας προκαλεί την περιέργεια, επειδή είναι κάπως ασυνήθιστος ή παράδοξος