αξιοπιστία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξιοπιστία < (ελληνιστική κοινή) ἀξιοπιστία < αρχαία ελληνική ἀξιόπιστος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αξιοπιστία θηλυκό
- η ιδιότητα του αξιόπιστου· το να μπορείς να εμπιστευτείς τα λόγια κάποιου
- η πιθανότητα μιας συσκευής ή ενός συστήματος να εκτελεί την αποστολή του επαρκώς για τη σχεδιαζόμενη χρονική περίοδο και τις επικρατούσες λειτουργικές συνθήκες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξιοπιστία