αξιοποιήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αξιοποιήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αξιοποιώ
  2. θα αξιοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αξιοποιώ
  3. να αξιοποιήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αξιοποιώ