αξιοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αξιοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αξιοποιώ
- θα αξιοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αξιοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αξιοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αξιοποίηση