αξούριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξούριστος < μεσαιωνική ελληνική αξούριστος
Επίθετο[επεξεργασία]
αξούριστος
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του αξύριστος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ξυρίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξούριστος
|