αορτολαγόνιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αορτολαγόνιος η αορτολαγόνια το αορτολαγόνιο
      γενική του αορτολαγόνιου της αορτολαγόνιας του αορτολαγόνιου
    αιτιατική τον αορτολαγόνιο την αορτολαγόνια το αορτολαγόνιο
     κλητική αορτολαγόνιε αορτολαγόνια αορτολαγόνιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αορτολαγόνιοι οι αορτολαγόνιες τα αορτολαγόνια
      γενική των αορτολαγόνιων των αορτολαγόνιων των αορτολαγόνιων
    αιτιατική τους αορτολαγόνιους τις αορτολαγόνιες τα αορτολαγόνια
     κλητική αορτολαγόνιοι αορτολαγόνιες αορτολαγόνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αορτολαγόνιος < αορτή + -ο- + λαγόνιος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική aortoiliac)

Επίθετο[επεξεργασία]

αορτολαγόνιος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]