αουτσάιντερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αουτσάιντερ < αγγλική outsider

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αουτσάιντερ ουδέτερο άκλιτο

  • αυτός που στο ξεκίνημα ενός αγώνα έχει θεωρητικά λιγότερες πιθανότητες να νικήσει

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]