απάγκιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απάγκιο | τα | απάγκια |
γενική | του | απάγκιου | των | απάγκιων |
αιτιατική | το | απάγκιο | τα | απάγκια |
κλητική | απάγκιο | απάγκια | ||
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απάγκιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου απάγκιος < αρχαία ελληνική ἄγκ(ος) + -ιος [1]
- Για ετυμολογικές γραφές → δείτε τη λέξη απάγκειο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈpaŋ.ɟo/ & /aˈpa.ɟo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πά‐γκιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απάγκιο ουδέτερο
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- απάγκειο (ετυμολογική γραφή)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
απάγκιο
- αρσενικό αιτιατική ενικού του απάγκιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του απάγκιος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ απάγκιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)