απάγω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απάγω < αρχαία ελληνική ἀπάγω < ἀπό + ἄγω
Ρήμα
[επεξεργασία]- με τη χρήση βίας αναγκάζω κάποιον να έρθει μαζί μου σε άλλο τόπο στον οποίο τον κρατάω χωρίς τη θέλησή του, συνήθως για να απαιτήσω χρήματα από άλλους για την απελευθέρωσή του
- ...με αποτέλεσμα να τον απαγάγουν για να ζητήσουν λύτρα
- τον είχαν απαγάγει πέρσι τέτοια εποχή και τώρα τον απήγαγαν για δεύτερη φορά!
- απομακρύνω
- η νέα ψύκτρα απάγει τη θερμότητα ικανοποιητικά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]Βασικοί χρόνοι
[επεξεργασία]- απάγω, πρτ.: απήγα, στ.μέλλ.: θα απαγάγω, αόρ.: απήγαγα μτχ.ενεργ. εν. απάγοντας
- απάγομαι, πρτ.: απαγόμουν ή απηγόμην, στ.μέλλ.: θα απαχθώ, αόρ.: απήχθην ή απάχθηκα, μτχ.π.π.: απηγμένος αλλά αντ' αυτής σε χρήση η μτχ. αρχ. αορίστου απαχθείς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]απήγαγα