απάκι
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | απάκι | απάκια |
γενική | απακιού | απακιών |
αιτιατική | απάκι | απάκια |
κλητική | απάκι | απάκια |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απάκι < μεσαιωνική ελληνική απάκι(ν)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απάκι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) (γαστρονομία) καπνιστό χοιρινό κρέας