απάλιωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
απάλιωτος, -η, -ο
- (προφορικό) που αν και έχει παλιώσει, φαίνεται ακόμα σαν καινούργιος ή μπορεί ακόμα να χρησιμοποιηθεί
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απάλιωτος
|