απάχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | απάχης | οι | απάχηδες |
γενική | του | απάχη | των | απάχηδων |
αιτιατική | τον | απάχη | τους | απάχηδες |
κλητική | απάχη | απάχηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απάχης αρσενικό (θηλυκό απάχισσα)
- (παρωχημένο) περιθωριακός άνθρωπος ή κακοποιός
- στην ταινία "Οι απάχηδες των Αθηνών" πρωταγωνιστούσε, μεταξύ άλλων, και ο Ντίνος Ηλιόπουλος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)