απέλαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απέλαση | οι | απελάσεις |
γενική | της | απέλασης* | των | απελάσεων |
αιτιατική | την | απέλαση | τις | απελάσεις |
κλητική | απέλαση | απελάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απελάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απέλαση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπέλα(σις) + -ση[1] < αρχαία ελληνική ἀπελαύνω < ἀπό + ἐλαύνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈpe.la.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πέ‐λα‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απέλαση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απελαύνω, η εκδίωξη ενός ανεπίθυμητου ή δυνάμει επικίνδυνου αλλοδαπού από μία χώρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απέλαση
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ απέλαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)