απέχω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απέχω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπέχω < ἀπό (ἀπ-) + ἔχω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈpe.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πέ‐χω
Ρήμα 1
[επεξεργασία]απέχω, πρτ.: απείχα, χωρίς συνοπτικούς χρόνους (χωρίς παθητική φωνή)
- βρίσκομαι σε συγκεκριμένη απόσταση από κάπου
πόσο απέχει από εδώ η Αθήνα;
- (μεταφορικά) διαφέρω από κάτι
η συμπεριφορά του απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί εποικοδομητική
η κατάσταση απέχει παρασάγγας από το να χαρακτηριστεί ομαλή
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | απέχω | απείχα | θα απέχω | να απέχω | απέχοντας | |
β' ενικ. | απέχεις | απείχες | θα απέχεις | να απέχεις | (άπεχε) | |
γ' ενικ. | απέχει | απείχε | θα απέχει | να απέχει | ||
α' πληθ. | απέχουμε | απείχαμε | θα απέχουμε | να απέχουμε | ||
β' πληθ. | απέχετε | απείχατε | θα απέχετε | να απέχετε | απέχετε | |
γ' πληθ. | απέχουν(ε) | απείχαν απείχαν(ε) |
θα απέχουν(ε) | να απέχουν(ε) |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] είμαι σε απόσταση
Ρήμα 2
[επεξεργασία]απέχω, πρτ.: απείχα (χωρίς παθητική φωνή)
- δε συμμετέχω σε μια δραστηριότητα
οι μαθητές απέχουν από τα μαθήματά τους
ο Χ τα τελευταία χρόνια απέχει από κάθε συγγραφική δραστηριότητα
παρόλο που οι αποφάσεις του Συμβουλίου για την ΚΕΠΠΑ λαμβάνονται ομοφώνως, επιτρέπεται σε ένα μέλος να απόσχει και να μη συμμετέχει, εξασφαλίζοντας έτσι ότι η συμφωνία λαμβάνει σάρκα και οστά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Ο αόριστος απέσχον (ἀπέσχον), κυρίως στο τρίτο ενικό πρόσωπο: απέσχε (δεν πήρε μέρος)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δεν συμμετέχω
Πηγές
[επεξεργασία]- απέχω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)