απίθανα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απίθανα < απίθανος
Επίρρημα[επεξεργασία]
απίθανα
- πολύ ωραία, καταπληκτικά
- πήγαμε σε ένα πάρτι και περάσαμε απίθανα!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απίθανα
|