απίστομα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απίστομα < μεσαιωνική ελληνική επίστομα < αρχαία ελληνική ἐπί στόμα
Επίρρημα[επεξεργασία]
απίστομα
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του επίστομα: μπρούμυτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απίστομα
|