απίσχνανση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απίσχνανση | οι | απισχνάνσεις |
γενική | της | απίσχνανσης* | των | απισχνάνσεων |
αιτιατική | την | απίσχνανση | τις | απισχνάνσεις |
κλητική | απίσχνανση | απισχνάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απισχνάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απίσχνανση < απ- + ισχναίνω < αρχαία ελληνική ἰσχναίνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απίσχνανση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του απισχναίνω, το αδυνάτισμα, η αποστέωση
- ※ απίσχνανση της καταθετικής βάσης των τραπεζών
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις απισχναίνω, ισχναίνω και ισχνός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απίσχνανση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απ- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)