απίσχνανση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απίσχνανση οι απισχνάνσεις
      γενική της απίσχνανσης* των απισχνάνσεων
    αιτιατική την απίσχνανση τις απισχνάνσεις
     κλητική απίσχνανση απισχνάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απισχνάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απίσχνανση < απ- + ισχναίνω < αρχαία ελληνική ἰσχναίνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απίσχνανση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]