απαέριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απαέριο τα απαέρια
      γενική του απαερίου
απαέριου
των απαερίων
    αιτιατική το απαέριο τα απαέρια
     κλητική απαέριο απαέρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απαέριο < απ- + αέριο• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.paˈe.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πα‐έ‐ρι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απαέριο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]