απαγκίστρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απαγκίστρωση | οι | απαγκιστρώσεις |
γενική | της | απαγκίστρωσης* | των | απαγκιστρώσεων |
αιτιατική | την | απαγκίστρωση | τις | απαγκιστρώσεις |
κλητική | απαγκίστρωση | απαγκιστρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απαγκιστρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαγκίστρωση < λόγιο απαγκίστρωσις < απαγκιστρώνω + -ση / -σις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.paŋˈɟi.stɾo.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απαγκίστρωση θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος απαγκιστρώνω/απαγκιστρώνομαι
- η απομάκρυνση από μια δυνητικά επικίνδυνη κατάσταση
- (στρατιωτικός όρος) απομάκρυνση στρατιωτικών δυνάμεων από σημείο στο οποίο έχουν αποκλειστεί από εχθρικές δυνάμεις
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαγκίστρωση
|