απαγκιστρώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απαγκιστρώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος απαγκιστρώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

απαγκιστρώνομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος απαγκιστρώνω
  2. (στρατιωτικός όρος) με ελιγμό κατορθώνω να αποφύγω τον αποκλεισμό

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]