απαγορευτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

απαγορευτικό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απαγορευτικό ουδέτερο

  1. διαταγή που απαγορεύει λόγω κακών ή άλλων συνθηκών τον απόπλου πλοίων
    Απαγορευτικό απόπλου για ανατολικό Αιγαίο και Κυκλάδες (*)
  2. διαταγή που απαγορεύει την κυκλοφορία οχημάτων
    «Απαγορευτικό» της Τροχαίας στα φορτηγά (*)