απαγορεύσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
απαγορεύσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του απαγόρευση
- εναλλακτικά: απαγόρευσης
απαγορεύσεως θηλυκό