απαθανατισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαθανατισμένος η απαθανατισμένη το απαθανατισμένο
      γενική του απαθανατισμένου της απαθανατισμένης του απαθανατισμένου
    αιτιατική τον απαθανατισμένο την απαθανατισμένη το απαθανατισμένο
     κλητική απαθανατισμένε απαθανατισμένη απαθανατισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαθανατισμένοι οι απαθανατισμένες τα απαθανατισμένα
      γενική των απαθανατισμένων των απαθανατισμένων των απαθανατισμένων
    αιτιατική τους απαθανατισμένους τις απαθανατισμένες τα απαθανατισμένα
     κλητική απαθανατισμένοι απαθανατισμένες απαθανατισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.pa.θa.na.tiˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πα‐θα‐να‐τι‐σμέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

απαθανατισμένος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]