απαθανατισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.pa.θa.na.tiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐θα‐να‐τι‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
απαθανατισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος απαθανατίζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις απαθανατίζω και θάνατος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαθανατισμένος
|