απαισιόδοξος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαισιόδοξος < (από) απ- στερητικό + αισιόδοξος[1], απόδοση για τη γαλλική pessimiste, αντί του *αν-αισιόδοξος, πιθανόν από την επίδραση του απαίσιος[2]. Σε χρήση από τα τέλη του 19ου αιώνα (δες παράθεμα του 1878 παρακάτω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.pe.siˈo.ðo.ksos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐παι‐σι‐ό‐δο‐ξος
Επίθετο
[επεξεργασία]απαισιόδοξος, -η, -ο
- που περιμένει τα πράγματα να εξελίσσονται με άσχημη έκβαση, που περιμένει το χειρότερο από τη ζωή
- ※ Απαισιόδοξος περὶ τοῦ μέλλοντος δὲν εἶμαι, ἀφοῦ καὶ βλέπω καὶ προτείνω τὴν ἀνόρθωσιν (Παρνασσός, τόμος 2, σελ. 99, 1878)
- ※ Τότε ακόμα, λοιπόν, οι οικονομολόγοι μπορούσαν να διακρίνονται ανάμεσα σε «αισιόδοξους» και «απαισιόδοξους» ή, όπως θα λέγαμε σήμερα, σε ανεπιφύλακτα «συστημικούς», σε εν δυνάμει «αντισυστημικούς» και σε επιφυλακτικούς αγνωστικιστές. (Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η γυμνή βασίλισσα, Έργα και ημέρες του οικονομικού λόγου, 2014)
- ≈ συνώνυμα: βλέπω το ποτήρι μισοάδειο, πεσιμιστικός
- ≠ αντώνυμα: αισιόδοξος, οπτιμιστικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ απαισιόδοξος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)