απαιτητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
απαιτητικός, -ή, -ό
- που έχει μεγάλες απαιτήσεις
- που όλο και ζητά κάτι (ίσως με ενοχλητικό τρόπο), επίμονος
- για κατάσταση ή πράγμα του οποίου ή αντιμετώπιση ή η απασχόληση μαζί του χρειάζεται περισσότερη προσοχή, φροντίδα, σκέψη ή πόρους από ό,τι συνήθως
- για άνθρωπο που έχει ειδικές γνώσεις ή υψηλή μόρφωση κι επομένως δεν ικανοποιείται τόσο εύκολα όσο άλλοι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απαιτητικά
- απαιτητικότητα
- → δείτε τις λέξεις απαιτώ και αιτώ