απαιτητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: απαιτητός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαιτητικός η απαιτητική το απαιτητικό
      γενική του απαιτητικού της απαιτητικής του απαιτητικού
    αιτιατική τον απαιτητικό την απαιτητική το απαιτητικό
     κλητική απαιτητικέ απαιτητική απαιτητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαιτητικοί οι απαιτητικές τα απαιτητικά
      γενική των απαιτητικών των απαιτητικών των απαιτητικών
    αιτιατική τους απαιτητικούς τις απαιτητικές τα απαιτητικά
     κλητική απαιτητικοί απαιτητικές απαιτητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απαιτητικός < απαιτητής + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

απαιτητικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]