απαλείφω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπαλείφω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απαλείφω < αρχαία ελληνική ἀπαλείφω < ἀπό + ἀλείφω

Ρήμα[επεξεργασία]

απαλείφω (παθητική φωνή: απαλείφομαι)

  1. σβήνω
  2. εξαλείφω, εξαφανίζω
  3. αφαιρώ
  4. καλύπτω, κρύβω
  5. διαγράφω
  6. ακυρώνω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]