απαλλάξει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

απαλλάξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απαλλάσσω
  2. θα απαλλάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απαλλάσσω
  3. να απαλλάξει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απαλλάσσω