απαλλακτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαλλακτικός < (ελληνιστική κοινή) ἀπαλλακτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
απαλλακτικός -ή -ό
- (νομικός όρος) που απαλλάσσει από κατηγορία
- απαλλακτικό βούλευμα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαλλακτικός