απαλυμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαλυμένος η απαλυμένη το απαλυμένο
      γενική του απαλυμένου της απαλυμένης του απαλυμένου
    αιτιατική τον απαλυμένο την απαλυμένη το απαλυμένο
     κλητική απαλυμένε απαλυμένη απαλυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαλυμένοι οι απαλυμένες τα απαλυμένα
      γενική των απαλυμένων των απαλυμένων των απαλυμένων
    αιτιατική τους απαλυμένους τις απαλυμένες τα απαλυμένα
     κλητική απαλυμένοι απαλυμένες απαλυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.pa.liˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πα‐λυ‐μέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

απαλυμένος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]